σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… … Dictionary of Greek
Συμβούλιο Ασφαλείας — Ένα από τα κυριότερα όργανα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Αποκλειστική του αρμοδιότητα είναι η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Στο Σ. Α. αναγνωρίζεται ως η «πρωτεύουσα ευθύνη» για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
σύσταση — η 1. φυσική σύνθεση, υφή: Αναλύθηκε η σύσταση αυτού του σώματος. 2. συγκρότηση, ίδρυση: Αποφάσισαν τη σύσταση νέας εταιρείας. 3. συμβουλή: Συνεχώς μου κάνει συστάσεις. 4. παρουσίαση κάποιου νέου προσώπου: Δε νομίζω πως χρειάζονται συστάσεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… … Dictionary of Greek
ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… … Dictionary of Greek
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek
αμίλητος — η, ο [μιλώ] 1. αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο ολιγόλογος 2. αυτός που από ιδιοσυγκρασία ή κακότητα αποφεύγει να μιλάει, περήφανος, δυσκολοπλησίαστος, ακατάδεκτος 3. αυτός που δεν είναι «μιλημένος», αυτός δηλ. στον οποίο δεν έγιναν παρακλήσεις ή… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek